χαλκοαλουμίνιο

χαλκοαλουμίνιο
το, Ν
(μεταλργ.) κράμα χαλκού και αλουμινίου, σε περιεκτικότητα μέχρι 14%, που εμφανίζει κατά κανόνα υψηλή μηχανική αντοχή και καλή αντίσταση στη διάβρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cuproaluminium].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλκαργίλιο — το, Ν (παλ. λογ. τ.) το χαλκοαλουμίνιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”